- ἄκολπος
- ἄκολπος, ον,A without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άκολπος — ο (Α ἄκολπος, ον) [κόλπος] νεοελλ. η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους αρχ. αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα) … Dictionary of Greek
ἄκολποι — ἄκολπος without sinus genitalis masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek